- μεγάροισιν
- μέγαρονlarge roomneut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μεγάροισιν — Μέγαρα to Megara neut dat pl (epic ionic aeolic) Μέγαρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NIOBE — I. NIOBE Laconicae fons, Plin. l. 4. c. 5. II. NIOBE filia Phoronei, mater Argi et Pelasgi. Item filia Tantali, soror Pelopis, uxor autem Amphionis, Regis Thebanorum, quae cum viro suo sex filios, totidemque filias peperisset, animô elata,… … Hofmann J. Lexicon universale
PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… … Hofmann J. Lexicon universale
εκπίνω — ἐκπίνω (Α) 1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.) 2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ ἐκποθένθ ὑπό χθονός», Αισχ.) 3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο 4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.) 5. πίνω … Dictionary of Greek
λαμπτήρας — ο (AM λαμπτήρ, ῆρος) [λάμπω] νεοελλ. κάθε φωτιστικό μέσο στο οποίο χρησιμοποιείται το ηλεκτρικό ρεύμα για την παραγωγή τού φωτός, λυχνία, λάμπα (μσν. αρχ.) 1. πυρσός που φωτίζει κατά τη νύχτα, δάδα αρχ. 1. σκεύος ή σχάρα μέσα ή πάνω στα οποία… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek
φαείνω — Α (ποιητ. τ.) 1. φωτίζω, φέγγω («λαμπτῆρας τρεῑς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν ὄφρα φαείνοιεν», Ομ. Οδ.) 2. (μτβ.) φέρνω στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαείνω (< *φαFεν yω) έχει σχηματιστεί από το ουσ. φάος (βλ. λ. φως) μέσω ενός αμάρτυρου τ. με θ. σε ν *φαF… … Dictionary of Greek